- προσυστέλλομαι
- προσυστέλλομαι, [voice] Pass.,A to be drawn up beforehand,
ἡ προσυνεσταλμένη αὐθεντία LXX 3 Ma.2.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ προσυνεσταλμένη αὐθεντία LXX 3 Ma.2.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσυστέλλομαι — Α συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μειώνομαι εκ τών προτέρων («οὕς καὶ καταχωρίσαι εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek